μεσημβρία
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
(μέσος, ἡμέρα), Ion. μεσαμβρίη Hdt. (v. infr.), Arr. Ind.3.8, al.: ἡ:—
A midday, Ζεὺς ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτα Archil.74. 3; ἐν μεσημβρίας θάλπει A.Supp.746; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης Hdt.3.104; μεσαμβρίης at noon, ibid.; ἔτρωγ' . . σῦκα τῆς μεσημβρίας Ar.Fr.463, cf. Eub.106, Pherecr.80, Ar.V.500; τῇ μεσαμβρίῃ Hdt. l.c.; ἐν μεσημβρίᾳ Th.6.100; νύκτα ἐν μ. ἐπαγόμενοι Pl.Lg.897d; ἅμα μεσημβρίᾳ X.HG5.3.1; ἐκ μεσημβρίας just after noon, Pl.Ax. 372; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar.Av. 1499; ἤδη ἦν μ. Pl.Smp. 220c; μ. ἵσταται 'tis high noon, Id.Phdr.242a. II the South, Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης Hecat.108 J.; [ποταμὸς] ῥέων ἀπὸ μεσαμβρίης Hdt.1.6; κεῖται πόλις πρὸς μεσαμβρίην ib.142; τὰ πρὸς μ. Id.7.113, cf.IG7.3073.95 (Lebad., ii B. C.). [μεσημβρῑη APl.4.369.]