μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
Σελλοί, οἱ.
Sellī ou Sellœ, m. pl. (Σελλοί), Selles [anciens habitants de Dodone]: Plin. 4, 2 ; Luc. 3, 180.