τέθηλα
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
German (Pape)
[Seite 1079] perf. von θάλλω.
French (Bailly abrégé)
pf. de θάλλω.
English (Autenrieth)
see θάλλω.
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
[Seite 1079] perf. von θάλλω.
pf. de θάλλω.
see θάλλω.