τράφεν

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek (Liddell-Scott)

τράφεν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ τρέφω, μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ τρέφω, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. dor. de τρέφω;
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de τρέφω.

English (Autenrieth)

see τρέφω.