αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
πελέσκεο: πέλευ, ἴδε ἐν λ. πέλομαι.
2ᵉ sg. impf. itér. Moy. de πέλω.
see πέλω.