πᾳ
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (Slater)
πᾳ
1 somehow ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (byz.: πα, πᾶ codd.: καὶ Schr.) (O. 3.38) [εἰρήσεταί πᾳ κἀν βραχίστοις (Tricl.: πα κ' ἐν, που κἐν codd.: που κἀν Heyne) (I. 6.59)] [οὔ πα φυκτόν (v. l., Theon: παρφυκτόν codd. vulgo) (P. 12.30)]
English (Slater)
πᾳ
1 somehow ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (byz.: πα, πᾶ codd.: καὶ Schr.) (O. 3.38) [εἰρήσεταί πᾳ κἀν βραχίστοις (Tricl.: πα κ' ἐν, που κἐν codd.: που κἀν Heyne) (I. 6.59)] [οὔ πα φυκτόν (v. l., Theon: παρφυκτόν codd. vulgo) (P. 12.30)]