περιγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 23:52, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγίγνομαι Medium diacritics: περιγίγνομαι Low diacritics: περιγίγνομαι Capitals: ΠΕΡΙΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: perigígnomai Transliteration B: perigignomai Transliteration C: perigignomai Beta Code: perigi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later περιβωμ-γίνομαι [γῑ], fut.

   A -γενήσομαι Th.4.27, etc.: aor. -εγενόμην Hdt.1.122, etc.: pf. -γέγονα ib.82, etc.; -γεγένημαι Th.1.69, etc.:—to be superior to others, prevail over, overcome : Constr. in full, c. gen. pers. et dat. rei, μήτι δ' ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο 11.23.318; ὅσσον περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Od.8.102, cf. 252 ; πολυτροπίῃ τινὸς π. Hdt.2.121.έ, cf. Th.1.55, Pl.Ap.22c ; τάχει τοσοῦτον π. τινός X.Cyr.3.1.19 ; τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐκ τῶν ἰδίων δαπάναις Isoc.5.54 : c.acc. rei, δσα . . περιγένοιντο ἐμοῦ D.18.236 ; τὰ Ὀλύμπια π. Plu.2.242b : c. gen. pers. only, Hdt.1.207, Ar.V.604 ; π. καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν Pl. R.362b, etc.: c. acc. pers. (in an anacoluthon), κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας χαλεπὰ εἶναι π. Hdt.9.2 : abs., to be superior, prevail, Id.1.214, Th.4.27, etc.; π. τῇ συμβολῇ, τῷ πλῷ, Hdt.6.109, Th.8.104 ; π. πρός τινας, πρὸς τὰ ἀντιτεταγμένα, Id.1.69,5.111.    2 of things, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμου if they gain any advantage in the war, Id.6.8 ; π. ὑμῖν πλῆθος νεῶν you have a superiority in number of ships, Id.2.87 ; π. ἡμῖν μὴ προκάμνειν we have the advantage in not... ib.39.    II live over, survive, escape, Hdt.1.82,122, Th.4.27, etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.5.64, etc.: c. gen. rei, περιεγένετο τούτον τοῦ πάθεος he survived, escaped from this disaster, ib.46 ; τῆς δίκης π. Pl.Lg.905a ; ἐκ τῶν μεγίστων π. Th.2.49.    2 of things, remain over and above, opp. ἐπιλείπειν, Ar.Pl.554, cf. Lys. 30.20 ; περιγενόμενον ἐκ τοῦ προτέρου ἐνιαυτοῦ IG12.352.10 ; τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων which remained from the tribute, the surplus, X.HG2.3.8 ; τὸ περιγιγνόμενον τῶν πόρων ἀργύριον Isoc.8.82, cf. Pl. Lg.742b, PRev.Laws 19.8(iii B.C.), etc.; τὰ περιγινόμενα the revenues, Arr.An.7.17.4.    3 of things, to be left over : hence, to be a result or consequence, ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Th.1.144 ; ἀμαχητὶ π. τινί τι Id.4.73 ; ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους π. Arist. EN1103a17 ; τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; D.L.2.68 ; περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν X.An.5.8.26 ; τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακόν D.3.12 ; ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι the upshot of the matter is... Id.8.53 ; τοῖς μὲν . . πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο to those who complied safety was the result, Id.18.80 ; περίεστι δέ μοι τοιαῦτα οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο that is what I have got by the business, and I hope that your enemies may get the like, Id.Ep.3.36 ; ἀηδὴς δόξα τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. Id.Prooem. 23 ; ἡ ἐκ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας περιγινομένη ἐμπειρία Plb.1.35.9.