Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
c. διοίγνυμι.
διοίγω 1 split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.