ἀμευσιεπής
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Full diacritics: ἀμευσιεπής | Medium diacritics: ἀμευσιεπής | Low diacritics: αμευσιεπής | Capitals: ΑΜΕΥΣΙΕΠΗΣ |
Transliteration A: ameusiepḗs | Transliteration B: ameusiepēs | Transliteration C: amefsiepis | Beta Code: a)meusieph/s |
ές,
A surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.
ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.