περίσκεψις
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q. v.),
A consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2 ; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.