πεντάεθλον
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
French (Bailly abrégé)
v. πένταθλον.
English (Slater)
πεντάεθλον
1 pentathlon πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον (O. 13.30)