ἐμπυέω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A suppurate, Hp.Prog.18, Aret.SD1.8, etc.
German (Pape)
[Seite 818] innere, bes. Lungengeschwüre haben, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπυέω: σχηματίζω πῦον, «ὀμπυάζω», Ἱππ. Προγν. 43, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8, κτλ.
Spanish (DGE)
medic. supurar, tener un absceso interno ὁ ὦμος ... ἐνεπύησε ταχέως Hp.Epid.4.11, κρέσσον δ' ἐμπυῆσαι Hp.Morb.3.16, ἢν δὲ θώρηξ ... ἐμπυήσῃ Aret.SD 1.8.1, de un tumor, Gal.18(1).39.