ἐγκατακρύπτω
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A hide in, τί τινι Lyc.1231, cf. Gal. 2.305, al.; ὄνομα βυθοῖς in religious mysteries, IG3.900.
German (Pape)
[Seite 705] darin verbergen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατακρύπτω: κρύπτω ἔν τινι, ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Λυκόφρ. 1231· τινὰ βυθοῖς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 863.
Spanish (DGE)
ocultar κῦδος ... ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Lyc.1231, δύο τάγματα βαθείαις ὕλαις ἐγκατέκρυψεν Polyaen.8.23.9, ἵνα τῷ πλήθει τῆς ... δαπάνης τοὺς ... μισθοὺς ἐγκατακρύψῃ I.BI 1.605, τοῦτ' ... ἀμαιμακέτοις ἐγκατέκρυψα βυθοῖς lo oculté (mi nombre) en insondables abismos, IG 22.3575.4 (II a.C.)
•en v. pas., part. perf. oculto μῦς ἐγκατακεκρυμμένος τῇ διαρθρώσει Gal.2.305, (ἰατροί) μηδὲν ἰσχύσαντες ποιῆσαι διὰ τὸ ἐγκατακεκρυμμένον ἔχειν τὸ πάθος Steph.in Hp.Progn.58.29.