ἐγκαταφύω
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
A gloss on ἠγκυροβόληται, Gal.19.102.
Spanish (DGE)
adherirse, fijarse ἠγκυροβόληται· ἐγκαταπέφυκεν ἀγκύρᾳ ὁμοίως Gal.19.102, en v. med. mismo sent., c. dat. οὗτος ὁ τένων ... ἐγκαταφυόμενος αὐτῷ τῷ ... μέρει προσθίῳ Gal.2.303
•fig. arraigar (πίστις) ταῖς ... ψυχαῖς Cyr.Al.M.73.329D.