ἐγκαταφύω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
gloss on ἠγκυροβόληται, Gal.19.102.
Spanish (DGE)
adherirse, fijarse ἠγκυροβόληται· ἐγκαταπέφυκεν ἀγκύρᾳ ὁμοίως Gal.19.102, en v. med. mismo sent., c. dat. οὗτος ὁ τένων ... ἐγκαταφυόμενος αὐτῷ τῷ ... μέρει προσθίῳ Gal.2.303
•fig. arraigar (πίστις) ταῖς ... ψυχαῖς Cyr.Al.M.73.329D.