αἰωνοχαρής
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek (Liddell-Scott)
αἰωνοχαρής: -ές, ὁ χαίρων αἰωνίως, Ὕμν. παρὰ Κλήμ Ἀλ. 115.
Spanish (DGE)
-ές
del Hijo que se complace en la eternidad Clem.Al.Paed.3.12.101.