ἁλουργοβαφής
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
German (Pape)
[Seite 109] ές, mit Purpur gefärbt, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργοβαφής: -ές, πορφυροβαφής, Κλήμ. Ἀλεξ. 235.
Spanish (DGE)
-ές teñido con púrpura Clem.Al.Paed.2.10.109.