προλοχίζω
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
A lay an ambuscade beforehand, J.BJ1.4.4, 4.9.8 (s.v.l.): c. acc. cogn., π. τινὰς ἐνέδρας Hld.6.13:—Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Th.3.112; but also προλοχίζοιντο αἱ νύκτες ὑπὸ τῶν βαρβάρων J.BJ1.13.4 (dub. l.). 2 place men in ambuscade, Id.AJ5.2.11, BJ1.2.2. II beset with an ambuscade, πέμπει . . τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Th.3.110, cf. Plu.Sert.13; also π. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Th.2.81.