Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
διασυντηρέω, διατηρέω, διευθύνω, διαστύφω, διαφυλάσσω, διασῴζω, ἀποσῴζω, διακρατέω, διακατέχω