de difícil acceso
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Spanish > Greek
δυσβήρης, δυσπρόσβατος, δυσπρόσιτος, δυσείσβολος, δυσπροσπέλαστος, δυσπροσόρμιστος, δυσπρόσορμος, δυσέμβατος, δυσπρόσοδος, δύσπορος, δύσμικτος, δυσέμβολος, δυσπρόσμικτος, ἀπειθής, δυσείσοδος