de difícil acceso
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Spanish > Greek
δυσβήρης, δυσπρόσβατος, δυσπρόσιτος, δυσείσβολος, δυσπροσπέλαστος, δυσπροσόρμιστος, δυσπρόσορμος, δυσέμβατος, δυσπρόσοδος, δύσπορος, δύσμικτος, δυσέμβολος, δυσπρόσμικτος, ἀπειθής, δυσείσοδος