Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
subs.
P. and V. αἴνιγμα, τό, αἰνιγμός, ὁ (Plat.). Speak in enigmas, v.: P. and V. αἰνίσσεσθαι.
ĕnigma, ătis, n., au lieu de æn- : Prud. Apoth. 331.
αἰνιγμός, αἴνιγμα, γρῖφος