σέσελις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σ. κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σ. μασσαλιωτικόν Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σ. αἰθιοπικόν hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σ. ἐν Πελοποννήσῳ golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σ. Κύπριον,= κίκι, Id.4.161.