poleo
From LSJ
Latin > French (Gaffiot 2016)
pōleō, pour polleo : Fest. 205.
Spanish > Greek
ἄλβολον, βλῆχρος, βλησκούνιον, ἀρσενάκανθον, βλήχων, ἀνακτητικός
pōleō, pour polleo : Fest. 205.
ἄλβολον, βλῆχρος, βλησκούνιον, ἀρσενάκανθον, βλήχων, ἀνακτητικός