συναποσβέννυμι
From LSJ
English (LSJ)
A put out, extinguish with or together, ὄμμασι (sight) πνοιήν (breath) AP7.367(Antip. Thess.); τῇ περιγραφῇ τῆς Χρείας [ἡ φύσις] συναπέσβεσε τὸ ἔργον (sc. τὴν κάθαρσιν) Sor. 1.28; σ. τὰς ψυχάς Them.Or.4.59d:—Pass., with aor. -έσβην, pf. -έσβηκα, to be put out together, D.S.37.2.14, Plu.Marc.24, etc.; πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ AP5.278 (Paul. Sil.).