ψυχρόμετρο

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) όργανο για τον προσδιορισμό της υγρομετρικής κατάστασης του ατμοσφαιρικού αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychrometre (< ψυχρός + μέτρο), η οποία μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς.