αδεισίθεος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
Greek Monolingual
ἀδεισίθεος, -ον (Α)
αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θ. δεισ- (ἔδεισα, δείσομαι) του δείδω (= φοβούμαι) + θεός.