αγέστρατος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
ἀγέστρατος ο, η (Α)
αυτός που οδηγεί τον στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ-λαος, ἐλκε-χίτων, ἐχέ-φρων. Το ε του α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’ συνθετ. σχηματίζονται επίσης σύνθετα, όπως στρατ- αγός, στρατ-ηγός κ.λπ.].