ακροαματικός
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκροαματικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία
νεοελλ.
(Νομ.) ακροαματική διαδικασία
η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία
αρχ.
1. ο ικανός να ακούει, να παρακολουθεί
2. φρ. «ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι» — οι υψηλού περιεχομένου εσωτερικές διδασκαλίες τών φιλοσόφων που μεταδίδονταν προφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόαμα.
ΠΑΡ. ακροαματικότητα].