ακάλεστος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκάλεστος) καλῶ
1. εκείνος που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«ακάλεστος στον γάμο»
2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».