ακαταπράυντος
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταπράυντος, -ον) καταπραΰνω
αυτός που δεν μπορεί να καταπραϋνθεί, να γαληνέψει
νεοελλ.
(πείνα ή δίψα) που δεν μπορεί να κορεστεί.