Βοιωτιακός
From LSJ
English (LSJ)
v. Βοιώτιος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 beocio, de Beocia, ἅρμα Str.9.2.11, παραλία Str.9.2.13, ἔθνος Str.9.2.40, cf. Polem.Hist.39, τὰ Βοιωτιακά Historia de Beocia tít. de obras de Helánico de Lesbos, Sch.Ar.Lys.36, de León de Bizancio, Plu.Fluu.2.2.
2 adv. -ῶς en dialecto beocio καλοῦσι δὲ Β. Μυκαληττόν Str.9.2.11.