Διονυσοπολίτης

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Spanish (DGE)

-ου, ὁ dionisopolita ét. de Dionisópolis, IGBulg.12.13bis (III a.C.), St.Byz.s.u. Διονύσου πόλις, Διονυσοπολειτῶν Εὐωνύμου Πόντου Jahresh.15.1912.50 (Claros II d.C.), pertenecientes a la diócesis de Apamea IEphesos 13.2.21 (I d.C.).