Κερκυραϊκός
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Κερκυραῖος.
Étymologie: Κέρκυρα.
Russian (Dvoretsky)
Κερκῡραϊκός: = Κερκυραῖος I: τὰ Κερκυραϊκά Thuc. керкирские события.