Οἰχαλιεύς
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Middle Liddell
Οἰχαλιεύς, έως, (from Οἰχαλία) an Oechalian, Il.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
habitant d'Œkhalia ou originaire d'Œkhalia, en Étolie.
Étymologie: Οἰχαλία.
Russian (Dvoretsky)
Οἰχᾰλιεύς: έως adj. m эхалийский Hom., Plut.