Παρνασιάς
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
v. sub Παρνασός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α
αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῖν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Παρνασ(σ)ός + επίθημα -ιάς (πρβλ. Κρονιάς)].
Russian (Dvoretsky)
Παρνᾱσιάς: ион. Παρνησιάς, άδος (ᾰδ) adj. f парнасская Eur.