Πλουτώνη
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ἡ, = Πλουτωνίς, Orph. Fr. 200.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
προσωνυμία της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος τ. του Πλούτων, κατά τα θηλ. σε -η].