Στόαξ

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

και Στώαξ, -ακος, ὁ, Α
ένας από τους Στωικούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στοά + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλαξ)].