Χαλκιδαίος

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Χαλκιδαία, Ν
κάτοικος της Χαλκίδας ή αυτός που κατάγεται από την Χαλκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίδα + κατάλ. -αίος (πρβλ. Σιφναίος)].