Σιφναίος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
αυτός που κατάγεται από τη Σίφνο ή αυτός που κατοικεί στο παραπάνω νησί, αλλ. Σίφνιος και Σιφνιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σίφνος + κατάλ. -αίος (πρβλ. Μυτιληναίος)].