άλοπος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
ἄλοπος, -ον (Α) λέπω
αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι του λιναριού).
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἄλοπος, -ον (Α) λέπω
αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι του λιναριού).