αλέπιστος
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) λεπίζω
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που δεν έχει λέπια
νεοελλ.
αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια
2. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η φλούδα
μσν.
(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.