ακαθάριστος

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

-η, -ο καθαρίζω
1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος
«ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι»
2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα
«ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι»
3. ο αξεφλούδιστος
«ακαθάριστα μήλα»
4. ο ακλάδευτος
«ακαθάριστες ελιές»
5. ο αβοτάνιστος
«ακαθάριστο αμπέλι»
6. εκείνος που δεν έγινε διαυγής, ο θολός
«ακαθάριστο λάδι»
7. (για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται στην περίοδο της εμμήνου ροής
8. φρ. «ακαθάριστο εισόδημα», «ακαθάριστες αποδοχές», «ακαθάριστο κέρδος» — ποσά από τα οποία δεν έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες παραγωγής, διαχειρίσεως, οι νόμιμες κρατήσεις, οι τόκοι κ.λπ.
«ακαθάριστο βάρος» — το μικτό βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με το δοχείο ή κιβώτιο που το περιέχει
«ακαθάριστος λογαριασμός» — εκείνος του οποίου δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια το χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο.