άμυος

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

ἄμυος, -ον (Α) μῦς
αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα μυώδης).