άπαντο

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

το
το άπαν, το σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].