άρραφος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

ἄρραφος, -ον (AM)
(για ένδυμα) ο χωρίς ραφή, ο μονοκόμματος («ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος», ευαγγ. Ιωάννης)
αρχ.
(για κρανίο) ο αρραφής.