άσπρισμα

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το ασπρίζω
1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα
2. το ασβέστωμα.