άσπρισμα

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

το ασπρίζω
1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα
2. το ασβέστωμα.