ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
το ασπρίζω1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα2. το ασβέστωμα.