έγκοτος

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

ἔγκοτος, -ον (Α)
1. οργισμένος, θυμωμένος
2. το αρσ. ως ουσ.ἔγκοτος
οργή, μίσος.