έκβρασμα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔκβρασμα)
το σύνολο τών στερεών ουσιών που ανέρχονται στην επιφάνεια υγρού όταν βράζει ή σχηματίζει δίνες
αρχ.
1. έκκριση
2. εξάνθημα του δέρματος.